παλιντριβής

From LSJ
Revision as of 11:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιντρῐβής Medium diacritics: παλιντριβής Low diacritics: παλιντριβής Capitals: ΠΑΛΙΝΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: palintribḗs Transliteration B: palintribēs Transliteration C: palintrivis Beta Code: palintribh/s

English (LSJ)

ές,

   A rubbed again and again, of the ass, obstinate, resisting all blows, Semon.7.43.    2 knavish, crafty, τὰ . . πανοῦργα καὶ π. S.Ph.448.

German (Pape)

[Seite 451] ές, wiederholt gerieben, abgerieben; bei Soph. Phil. 448, wo παλιντριβῆ καὶ πανοῦργα den δίκαια καὶ χρηστά entgegengesetzt ist, scheint es so zu nehmen, wie Simonds. de mul. 43 den Esel παλ. nennt, der, durch wiederholte Schläge stumpf geworden und hartnäckig, nicht von der Stelle zu treiben ist; der Schol. Soph. erkl. τετριμμένα τοῖς κακοῖς.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντρῐβής: -ές, ὁ ἐκ νέου ἢ συνεχῶς τριβόμενος, ἐπὶ τοῦ ὄνου, σκληροτράχηλος, ἐπίμονος, ἀνθιστάμενος πρὸς ὅλα τὰ κτυπήματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43. 2) πανοῦργος, δόλιος, τὰ ... πανοῦργα καὶ π. Σοφ. Φιλ. 448. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιντριβῆ· κακεντρεχῆ».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rusé, fourbe ; τὰ παλιντριβῆ SOPH les fourbes.
Étymologie: πάλιν, τρίβω.

Greek Monolingual

παλιντριβής, -ές (Α)
1. (για τον όνο) αυτός που υπομένει τα επανειλημμένα χτυπήματα
2. πανούργος, δόλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο-τριβής].

Greek Monotonic

πᾰλιντρῐβής: -ές (τρίβω), αυτός που τρίβεται ξανά και ξανά· απ' όπου, πανούργος, δόλιος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιντρῐβής: много тертый, т. е. хитрый, пронырливый: τὰ πανοῦργα καὶ παλιντριβῆ Soph. обман и хитрость.