ὑποτελέω

From LSJ
Revision as of 11:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτελέω Medium diacritics: ὑποτελέω Low diacritics: υποτελέω Capitals: ΥΠΟΤΕΛΕΩ
Transliteration A: hypoteléō Transliteration B: hypoteleō Transliteration C: ypoteleo Beta Code: u(potele/w

English (LSJ)

   A pay, discharge, of a tribute or tax, φόρον ὑ. Hdt.1.171, X.HG1.3.9, etc.; συντάξεις, συντάξεις καὶ φόρους, Isoc. 7.2, 12.116; τὸν φόρον ὑποτελῶ Ἀθηναίοισιν IG12.39.26: abs., pay tribute, Th.3.46, Luc.Anach.30, etc.: also ὑ. ἀξίην βασιλέϊ Hdt.4.201; ὑ. ἔρανον, δῶρα, D.10.40, Plu.2.830d; μίσθωμα IG12(7).55.15 (Amorgos); ὑ. τι discharge a duty, Luc.Rh.Pr.23:—Pass., ὁ -τελεσθησόμενος ὅρκος PLond.5.1708.260 (vi A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτελέω: μέλλ. -έσω, πληρώνω, ἐπὶ φόρου ἢ δασμοῦ, φόρον ὑποστ. Ἡρόδ. 1. 171, Ξενοφ. Ἑλλην. 1. 3, 9, κλπ.· συντάξεις καὶ φόρους Ἰσοκρ. 140Β, 256Ε· καὶ ἀπολ., πληρώνω φόρον, Θουκ. 3. 46, Λουκ., κλπ.· ὡσαύτως, ὑπ. ἀξίην βασιλέϊ (ἴδε ἐν λέξ. ἀξία) Ἡρόδ. 4. 201· ὑπ. ἔρανον, δῶρα Δημ. 142, 1, Πλούτ., κλπ.· ὑποτ. τι, πληρώνω χρέος τι, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 23.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 s’acquitter d’une dette : φόρον τινί payer à qqn une contribution, un tribut, une redevance quelconque ; en gén. ὑπ. τι acquitter une dette;
2 supporter une dépense, en gén. acquitter les frais de, acc..
Étymologie: ὑποτελής.

Greek Monotonic

ὑποτελέω: μέλ. -έσω, αποπληρώνω, εξοφλώ οφειλή, χρέος, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· απόλ., πληρώνω φόρο υποτέλειας, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτελέω: 1) уплачивать, вносить (ἀξίην τινί Her.; συντάξεις καὶ φόρους Isocr.; ἔρανον Dem.; δῶρα καὶ φόρους Plut.);
2) уплачивать подать или дань Thuc.