κλᾶρος
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
κλᾱρόω, κλᾱρονομέω, Dor. for κληρ-.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾶρος: κλᾱρόω, κλᾱρονομέω, Δωρ. ἀντὶ τοῦ κληρ-.
French (Bailly abrégé)
dor. c. κλῆρος.
English (Slater)
κλᾱρος (-ος, -ον, -οισι.)
a estate, inheritance τοῖσι μὲν ἐξεύχετ' ἐν ἄστει Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχὰν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν (O. 13.62) “μέγαν ἄλλοθι κλᾶρον ἔχω; (Pae. 4.48)
b (casting of) lot μάντις ὀρνίχεσσι καὶ κλάροισι θεοπροπέων ἱεροῖς (P. 4.190) δύο μὲν Κρονίου πὰρ τεμένει, παῖ, σέ τ' ἐνόσφισε καὶ Πολυτιμίδαν κλᾶρος προπετὴς ἄνθἐ Ὀλυμπιάδος (N. 6.63)
Greek Monolingual
κλᾱρος, ὁ (Α) (δωρ. τ.) βλ. κλήρος.
Russian (Dvoretsky)
κλᾶρος: ὁ дор. Pind. = κλῆρος I.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλᾶρος Dor. voor κλῆρος.