θέλησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ,
A a willing, will, Stoic.3.41, LXX To.12.18,al., Phld.Rh.2.297 S., Ep.Hebr, 2.4; condemned by Poll.5.165: in Dor. pl. θελήσιες, wishes, Meliss. Ep. II goodwill, favour, LXX Pr.8.35.
German (Pape)
[Seite 1192] ἡ, das Wollen, der Wille, N. T; nach Poll. 5, 165 ein schlechtes Wort.
Greek (Liddell-Scott)
θέλησις: -εως, ἡ, βούλησις, θέλημα, ἡ θέλησις ἰδιωτικὸν Πολυδ. Ε΄, 165, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. β΄, 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de vouloir, volonté;
2 bon vouloir, faveur.
Étymologie: θέλω.
English (Strong)
from θέλω; determination (properly, the act), i.e. option: will.
English (Thayer)
θελήσεως, ἡ (θέλω), equivalent to τό θέλειν, a willing, will: Pollux (l. 5c. 47) a vulgarism (ἰδιωτικον); (cf. Lob. ad Phryn., p. 353).)
Greek Monotonic
θέλησις: -εως, ἡ (θέλω), θέληση, επιθυμία, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
θέλησις: εως ἡ NT = θέλημα.