πρευμένεια
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
ἡ,
A gentleness of temper, graciousness, E.Or.1323.
German (Pape)
[Seite 699] ἡ, Sanftmuth, Huld, Eur. Or. 1323.
Greek (Liddell-Scott)
πρευμένεια: ἡ, πραότης διαθέσεως, ἠπιότης, χάρις, εὐμένεια, Εὐρ. Ὀρ. 1323.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bienveillance, bonté.
Étymologie: πρευμενής.
Greek Monolingual
ἡ, Α πρευμενής
πραότητα, ηπιότητα, ευμένεια.
Greek Monotonic
πρευμένεια: ἡ, πραότητα διάθεσης, ηπιότητα, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρευμένεια -ας, ἡ [πρευμενής] welwillendheid.