θλάσμα

From LSJ
Revision as of 13:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θλάσμα Medium diacritics: θλάσμα Low diacritics: θλάσμα Capitals: ΘΛΑΣΜΑ
Transliteration A: thlásma Transliteration B: thlasma Transliteration C: thlasma Beta Code: qla/sma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A bruise, Arist.Mir.841b11, LXXAm.6.12(11), Ph. 2.488, Dsc.2.170; = κοίλωμα ἄνευ ῥήξεως, dint, Sor.Fract.9.

German (Pape)

[Seite 1212] τό, der Druck, die Quetschung, Philo., Medic. Vgl. φλάσμα.

Greek (Liddell-Scott)

θλάσμα: τό, (θλάω) σπάσιμον, σύντριμμα, πληγή, Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 117, Διοσκ. 2. 200· πρβλ. φλάσμα.

Greek Monolingual

το (ΑΜ θλάσμα) θλω
θλάση, σπάσιμο, σύντριμμα
αρχ.
πληγή, κοίλωμα χωρίς ρήξη.

Russian (Dvoretsky)

θλάσμα: ατος τό вдавление, помятость или ушиб (ἕλκη καὶ θλάσματα Arst.).