ταυροβόλος

From LSJ
Revision as of 13:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροβόλος Medium diacritics: ταυροβόλος Low diacritics: ταυροβόλος Capitals: ΤΑΥΡΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: taurobólos Transliteration B: taurobolos Transliteration C: tavrovolos Beta Code: taurobo/los

English (LSJ)

ον,

   A striking or slaughtering bulls, τελετὴ τ., = ταυροβόλιον, IG22.4841.3, 11, 14.1018, 1020.

German (Pape)

[Seite 1073] Stiere werfend, erlegend, τελετή, ein Stieropfer, zu Ehren des Atys, Ep. ad. 190. 191 (App. 164. 239).

Greek (Liddell-Scott)

ταυροβόλος: -ον, ὁ βάλλων, φονεύων ταύρους, τελετὴ τ., θυσία ταύρου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 164, 239.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l’on immole un taureau.
Étymologie: ταῦρος, βάλλω.

Greek Monolingual

ον, Α
1. αυτός που καταβάλλει, που φονεύει ταύρους
2. το θηλ. ἡ Ταυροβόλος
προσωνυμία της Αρτέμιδος και της Αθηνάς στην Άνδρο
3. φρ. «ταυροβόλος τελετή» — το ταυροβόλιον επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκο-βόλος.

Greek Monotonic

ταυροβόλος: -ον (βάλλω), φονιάς ταύρων, τελετὴ ταυροβόλος, θυσία ταύρου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ταυροβόλος: убивающий быка: τ. τελετή Anth. принесение в жертву быка.