πολυόρνιθος

From LSJ
Revision as of 13:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυόρνῑθος Medium diacritics: πολυόρνιθος Low diacritics: πολυόρνιθος Capitals: ΠΟΛΥΟΡΝΙΘΟΣ
Transliteration A: polyórnithos Transliteration B: polyornithos Transliteration C: polyornithos Beta Code: poluo/rniqos

English (LSJ)

ον,

   A abounding in birds, αἶα E.IT435 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 667] reich an Vögeln, αἶα, Eur. I. T. 435.

Greek (Liddell-Scott)

πολυόρνῑθος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ πτηνά, αἶα Εὐρ. Ι. Τ. 435.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en oiseaux.
Étymologie: πολύς, ὄρνις.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός στον οποίο ζουν πολλά πουλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὄρνις, -ιθος «πτηνό, πουλί»].

Greek Monotonic

πολυόρνῑθος: -ον (ὄρνις), πλούσιος σε πτηνά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πολυόρνῑθος: изобилующий птицами (αἶα Eur.).