τριπόνητος

From LSJ
Revision as of 14:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐπόνητος Medium diacritics: τριπόνητος Low diacritics: τριπόνητος Capitals: ΤΡΙΠΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: tripónētos Transliteration B: triponētos Transliteration C: triponitos Beta Code: tripo/nhtos

English (LSJ)

ἔρις, fruit of

   A threefold rivalry in toil, AP 6.286 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐπόνητος: ἔρις, ἅμιλλα μεταξὺ τριῶν ἐργατίδων γυναικῶν πρὸς ἐκπόνησιν ἔργου τινός, Ἀνθ. Π. 6. 286.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
accompli par un triple travail.
Étymologie: τρεῖς, πονέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «τριπόνητος ἔρις» — άμιλλα μεταξύ τριών εργατριών για τη διεκπεραίωση ενός έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πόνητος (< πονῶ «μοχθώ, κοπιάζω»), πρβλ. χειρο-πόνητος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριπόνητος -ον [τρι-, πονέω] waar intensief aan gewerkt is.

Russian (Dvoretsky)

τρῐπόνητος: связанный с тройной работой: τ. ἔρις Anth. соревнование между тремя работницами.