ἀνακροτέω
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
English (LSJ)
A lift up and strike together, τὼ χεῖρ' ἀνεκρότησ' ὑφ' ἡδονῆς Ar.Pl.739; ἀνακροτήσας τὰς χεῖρας Aeschin.2.226; ταῖς χερσὶν ὑφ' ἡδονῆς Plu.Mar.44: abs., οἱ δ' ἀνεκρότησαν applauded vehemently, Ar.Eq.651, V.1314, cf. J.AJ12.4.9, Alciphr.1.39: aor. part. ἀνακορτήσασα cj. in Hexam. ap. Diogenian.3.67.
German (Pape)
[Seite 193] Beifall klatschen, Ar. Equ. 649 Vesp. 1314; auch mit dem acc., τὼ χεῖρε Pl. 739, mit den aufgehobenen Händen, wie τὰς χεῖρας, Aesch. 2, 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακροτέω: ἀνατείνω πρὸς τὰ ἄνω τὰς χεῖρας καὶ συγκρούω αὐτάς, τὼ χεῖρ’ ἀνεκρότησ’ ὑφ’ ἡδονῆς, Ἀριστοφ. Πλ. 739· ἀνακροτήσας τὰς χεῖρας Αἰσχίν. 33. 36: ἀπολ., οἱ δ’ ἀνεκρόντησαν, ζωηρῶς ἐπευφήμησαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 651, Σφ. 1314. - Περὶ ποιητικοῦ τινος ἀνακορτέω ἴδε ἐν λ. κροτέω καὶ πρβλ. ἐγκροτέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
poét. ἀγκροτέω;
battre des mains, applaudir.
Étymologie: ἀνά, κροτέω.
Spanish (DGE)
entrechocar (las manos para aplaudir) ἐγὼ δὲ τὼ χείρ' ἀνεκρότησ' ὑφ' ἡδονής Ar.Pl.739, cf. Aeschin.2.42
•de ahí aplaudir ταῖς χερσὶν ὑφ' ἡδονῆς ἀνακροτῆσαι Plu.Mar.44, abs. οἱ δ' ἀνεκρότησαν Ar.Eq.651, cf. V.1314, πάντας ἐκέλευσεν ἀνακροτῆσαι I.AI 12.214, cf. Luc.Asin.36, Alciphr.4.14.6.
Greek Monotonic
ἀνακροτέω: μέλ. -ήσω, σηκώνω και χτυπώ μαζί, τὼ χεῖρε, σε Αριστοφ.· τὰς χεῖρας, σε Αισχίν.· απόλ., επευφημώ ζωηρά, με ενθουσιασμό, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακροτέω: (тж. ἀ. τὼ χεῖρε Arph., τὰς χεῖρας Aeschin. и ταῖς χερσίν Plut.) хлопать в ладоши, рукоплескать Arph.