ἀνέπαφος

From LSJ
Revision as of 16:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέπᾰφος Medium diacritics: ἀνέπαφος Low diacritics: ανέπαφος Capitals: ΑΝΕΠΑΦΟΣ
Transliteration A: anépaphos Transliteration B: anepaphos Transliteration C: anepafos Beta Code: a)ne/pafos

English (LSJ)

ον,

   A untouched, unharmed, ἀ. παρέχειν τι D.35.24, cf. Syngr.ib.11; ἀ. σώματα not liable to seizure, Men. Per.8; ἐλευθέρα ἔστω καί ἀ. GDI1532, cf. Thphr.Fr.97.2, IG2.584c, BGU193.19 (ii A.D.); ὑποθήκη PHamb.28.8 (ii B.C.); unencumbered, οἰκία PThcad.1.12 (iv A.D.): c. gen., unharmed by, ὕβρεως M.Ant.3.4. Adv. -φως Suid.

German (Pape)

[Seite 224] unberührt, unverletzt, s. Men. bei Suid.; bei Dem. vom unversehrt zu erhaltenden Unterpfande, ὑποθήκη u. ὑποκείμενα, 35, 4. 56, 38, in einem Contracte; ὕβρεως, von Mißhandlungen, Ant. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέπαφος: -ον, (ἐπαφή) = ἄθικτος, ἀβλαβής, ὡς καὶ νῦν, ἀν. παρέχειν τι, rem integram praestare, Δημ. 931. 5, πρβλ. 926. 20· ἀνέπ. σώματα, ἐπὶ δούλων (πρβλ. ἀνέφαπτος), Μενάνδ. ἐν «Περινθίᾳ»8 («ἀνέπαφον: ἀνεύθυνον, καθαρόν, ἀθιγές, ἀψηλάφητον» Σουΐδ.)· ἐλευθέρα ἔστω καὶ ἀν. Ἐπιγρ. Δελφ. 39. 26: - μετ. γεν., πάσης ὕβρεως ἀνέπαφον Μ. Ἀντων. 3. 4. - Ἐπίρρ. -φως, ἀψαύστως, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à qui ou à quoi l’on ne touche pas.
Étymologie: ἀ, ἐπαφή.

Spanish (DGE)

(ἀνέπᾰφος) -ον

• Morfología: [fem. -η IPE 2.54.10 (Panticapeo II/III d.C.)]
I 1de dinero y bienes saneado, libre de cargas χρήματα D.35.24, ὑποθήκη D.35.11, PHamb.28.8 (II a.C.), (κτήματα) Thphr.Fr.97.2, ἔχειν αὐτοὺς ... τὰς κτήσεις καὶ τὰς προσόδους ἀνεπάφους τε καὶ σῳζομένας Porph.Plot.9.15, καὶ παρέξεται αὐτὰ ἀ. καὶ ἀνενεχύραστα καὶ ἀνεπιδάνειστα PHamb.30.19 (I d.C.), cf. CPR 1.1.15 (I d.C.), SB 9906.18 (II d.C.), PN.York 20.13 (IV d.C.), PThead.2.10 (IV d.C.)
no hipotecado, IG 12(7).67.56.
2 no sometido a apropiación de esclavos manumitidos IG 9(1).126 (Fócide II a.C.), BGU 193.19 (II d.C.), IPE 2.54.10 (Panticapeo III d.C.), de garantías IG 22.1196.15(IV a.C.).
II 1no alcanzado c. gen. ἄνθρωπον ... πάσης ὕβρεως ἀνέπαφον M.Ant.3.4.
2 inalcanzable τὰ ... ἀγαθά Cyr.Al.M.74.245B
intangible de Dios, Nemes.Nat.Hom.M.40.805B
intocable σώματα Men.Per.Fr.7.
3 intachable προσπίπτωμεν τοῖς εὐκλέεσι καὶ ἀνεπάφοις ὑμῶν ἴχνεσι PMasp.3.14 (VI d.C.)
puro τὰν δὲ ... οἰκοδέσποιναν ... οἴκω δεῖ ... ἀνέπαφον ἦμεν Phint.p.37, de cosas sagradas, Cyr.Al.M.68.645C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέπαφος, -ον)
άθικτος, αβλαβής
αρχ.
άψογος, άμεμπτος.

Greek Monotonic

ἀνέπᾰφος: -ον (ἐπαφή), ανέγγιχτος, ανέπαφος, ἀν. παρέχειν τι, rem integram praestare, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέπᾰφος: 1) нетронутый, неприкосновенный (χρήματα Dem.);
2) невредимый (σώματα Men.).