ἀποπειράζω
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
A make trial of, prove, ἀ. εἰ . . Arist.Mir.831a29. 2 make an attempt upon, Μεγάρων App.Pun.117.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπειράζω: μέλλ. -ἀσω, [ᾰ] κάμνω ἀπόπειραν, δοκιμάζω ἀπ. εἰ…, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 11. 2˙ κάμνω ἀπόπειραν κατὰ τινος, Μεγάρων Ἀππ. Καρχ. 117.
Spanish (DGE)
1 probar c. εἰ Arist.Mir.831a29.
2 hacer una intentona contra c. gen. τῶν καλουμένων Μεγάρων App.Pun.117.
Greek Monolingual
ἀποπειράζω (AM) απόπειρα
1. δοκιμάζω, επιχειρώ να κάνω κάτι
2. κάνω απόπειρα αξιόποινης πράξης εναντίον κάποιου.
Russian (Dvoretsky)
ἀποπειράζω: Arst. = ἀποπειράω.