ἀρσενικόν

From LSJ
Revision as of 17:13, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρσενικόν Medium diacritics: ἀρσενικόν Low diacritics: αρσενικόν Capitals: ΑΡΣΕΝΙΚΟΝ
Transliteration A: arsenikón Transliteration B: arsenikon Transliteration C: arsenikon Beta Code: a)rseniko/n

English (LSJ)

τό,

   A yellow orpiment, Arist.Pr.966b28, Thphr.Lap.40 (ἀρρεν-), Dsc.5.104, Str.15.2.14, Lyc. ap. Orib.8.25.15:—also ἀρρενική, ἡ, Gall.12.212. (Cf. Hebr. zarn[imacracute]q.)

German (Pape)

[Seite 361] τό, Arsenik, Galen.; auch ἀρσενίκιον, Arist. plant. 2, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρσενικόν: τό, κίτρινον θειοῦχον ἀρσενικὸν (οὐχὶ τὸ κοινῶς λεγόμενον ἀρσενικόν), Ἀριστ. Πρβλ. 38. 2, Θεοφρ. π. Λιθ. (κατὰ τὸν τύπον ἀρρεν-), Διοσκ. 5. 121, Στράβ. 726· ἴδε τὴν λέξ. σανδαράκη: ― ὡσαύτως, ἀρσενίκιον, τό, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 10, ἴδε Εὐστ. 913. 59.

Greek Monolingual

ἀρσενικόν και ἀρρενικόν, το και ἀρρενική, η (Α)
η κίτρινη σανδαράχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., ανατολικής προελεύσεως. Ο τ. ανάγεται στο περσ. zarnīq «χρυσός, αυτός που έχει το χρώμα του χρυσού» (πρβλ. νεώτ. περσ.-αραβ. zarnīx, zarnīq «αρσενικό»). Στην Ελληνική εισήχθη μέσω της Σημιτικής (πρβλ. συρ. zarnīka «αρσενικό»), αφού συσχετίστηκε παρετυμολογικά με τους τ. αρρενικός, αρσενικός].

Russian (Dvoretsky)

ἀρσενικόν: τό предполож. желтый аурипигмент, по друг. мышьяк Arst.