ἀτόπημα

From LSJ
Revision as of 17:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτόπημα Medium diacritics: ἀτόπημα Low diacritics: ατόπημα Capitals: ΑΤΟΠΗΜΑ
Transliteration A: atópēma Transliteration B: atopēma Transliteration C: atopima Beta Code: a)to/phma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A absurdity, S.E.M.1.80.    2 strange sight or occurrence, POxy.1557.6 (iii A.D.), al.    3 offence, PTeb.303.11 (ii A. D.), Procop.Pers.1.24.

German (Pape)

[Seite 388] τό, die Unschicklichkeit, Sp.; Verbrechen, Zosim.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτόπημα: τό, ἄτοπος λόγος ἤ πράξις, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 80, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 43, 18: ― βραδύτερον, ἀδίκημα, πλημμέλημα, ἔνοχος ἀτοπημάτων Ρήτορες (Walz) τ. 1. σ. 618.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 algo fuera de lugar, absurdo αὐτοί μοι δοκοῦσι τούτων αἰσθόμενοι τῶν ἀτοπημάτων εἰς τὴν ἀπονίαν ... ὑποφεύγειν Plu.2.1089d, μετριώτερα τῶν Διονυσίου ἀτοπημάτων S.E.M.1.80
tontería, necedad πάντες ἂν εἰς μανείαν (l. μανίαν) καὶ εἰς ἕτερα ἀτοπήματα κατέτρεχον PLugd.Bat.17.17.7 (VI d.C.) en BL 6.73
desarreglo πρὸς ἀ. τι τῶν γυναικῶν Hsch.s.u. γλυκυσίδη.
2 agravio, ofensa, delito περὶ ὧν εἰς ἡμᾶς διεπράξατο ἀτοπημάτων PTeb.303.11 (II d.C.), τοὺς ἐπί τινι ἀτοπήματι καταδικασθέντας θανεῖν νενόμιστο D.C.Epit.7.21.9, ὅσων γὰρ ἀτοπημάτων ἔνοχος φαίνεται Rh.1.618.5, cf. PCair.Isidor.65.9, 67.14 (III d.C.), POxy.1557.6 (III d.C.), PLaur.60.11 (III d.C.), Procop.Pers.1.24, Sch.Ar.V.1001
falta, descuido en el desempeño de un cargo ὡς μηδὲν ἀ. γενέ[σ] θαι PSI 734.24.7 (III d.C.).
3 accidente, desgracia μὴ ἀσφαλῶς [ἔχοντας το] ῦ τύχου (l. τοίχου) ἀτόπημά τι συνβη[...] ἐνίοις PRainer Cent.84.17 (IV d.C.).

Greek Monolingual

το (AM ἀτόπημα) άτοπος
απρέπεια, παρεκτροπή.

Russian (Dvoretsky)

ἀτόπημα: ατος τό несообразность, нелепость Sext.