ἀχθεινός

From LSJ
Revision as of 17:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχθεινός Medium diacritics: ἀχθεινός Low diacritics: αχθεινός Capitals: ΑΧΘΕΙΝΟΣ
Transliteration A: achtheinós Transliteration B: achtheinos Transliteration C: achtheinos Beta Code: a)xqeino/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἄχθος)

   A burdensome, oppressive, of persons, E. Hipp.94; of things, Id.Hec.1240; τὸ-ότατον τοῦ βίου X.Mem.4.8.1; βοοκτασία, i.e. that cost the slayer dear, AP6.263 (Leon.). Adv. -νῶς unwillingly, οὐκ ἀ. ὁρᾶν τι X.HG4.8.27.    II laborious, βόες IG14.2012.16 (Sulp. Max.).

German (Pape)

[Seite 418] (ἄχθος), lästig, unangenehm, Eur. Hipp. 94 Hec. 1222; Xen. Mem. 4, 8, 1. – Adv., οὐκ ἀχθεινῶς εἶδεν, nicht ungern, Xen. Hell. 4, 8, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχθεινός: -ή, -όν, (ἄχθος) φορτικός, ἐπαχθής, καταθλιπτικός, «βαρετός», ἐπὶ προσώπων, Εὐρ. Ἱππ. 94· ἐπὶ πραγμάτων, ὁ αὐτ. Ἑκ. 1240, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 1: ― Ἐπίρρ. -νῶς, δυσαρέστως, οὐκ ἀχθεινῶς ἑώρα ὁ τῶν Βυζαντίων δῆμος ὁ αὐτ. Ἑλλ. 4. 8, 27.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
pénible, affligeant ; en parl. de pers. qui est une cause de souci;
Sp. ἀχθεινότατος.
Étymologie: ἄχθος.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
I 1molesto, penoso, que acarrea penas τὸν ὄλεθρον ... ἀχθεινότατον Phalar.Ep.122, de una pers., E.Hipp.94, ἀχθεινὰ μέν μοι τἀλλότρια κρίνειν κακά E.Hec.1240, τὸ μὲν ἀχθεινότατον τοῦ βίου X.Mem.4.8.1, βοοκτασία AP 6.263 (Leon.), τὰ τὰς ψυχῆς ἀχθεινὰ πάθη Plu.2.118c, cf. Ages.2, γῆρας ISmyrna 540.2 (I d.C.).
2 apto para la carga βόες Sulp.Max.16.
II adv. -ῶς con disgusto οὐκ ἀ. ἑώρα X.HG 4.8.27, cf. Poll.3.99.

Greek Monolingual

ἀχθεινός, -ή, -όν (Α) άχθος
επαχθής, φορτικός.

Greek Monotonic

ἀχθεινός: -ή, -όν (ἄχθος), επαχθής, καταθλιπτικός, πληκτικός, Λατ. molestus, λέγεται για πρόσωπα, σε Ευρ., Ξεν.· επίρρ. -νῶς, απρόθυμα, δυσάρεστα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀχθεινός: мучительный, тягостный, неприятный Eur., Xen., Plut.