γειοφόρος

From LSJ
Revision as of 17:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γειοφόρος Medium diacritics: γειοφόρος Low diacritics: γειοφόρος Capitals: ΓΕΙΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: geiophóros Transliteration B: geiophoros Transliteration C: geioforos Beta Code: geiofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A earth-bearing, σκαφίδες AP6.297 (Phan.).

Greek (Liddell-Scott)

γειοφόρος: -ον, ὁ φέρων γῆν, σκαφίδες Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte de la terre.
Étymologie: γῆ, φέρω.

Spanish (DGE)

-ον portador de tierra σκαφίδες AP 6.297 (Phan.).

Greek Monolingual

γειοφόρος, -ον (Α)
αυτός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά χώματος.

Greek Monotonic

γειοφόρος: -ον (γῆ, φέρω), αυτός που βαστά τη γη, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γειοφόρος: служащий для переноски земли (σκαφίδες Anth.).