γενειάσκω
Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.
English (LSJ)
A begin to get a beard, Pl.Smp.181d, X.Cyr.4.6.5; ἄρτι γενειάσκων IG3.1314.
German (Pape)
[Seite 482] einen Bart bekommen, Plat. Conv. 181 d; Xen. Cyr. 4, 6, 5 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γενειάσκω: γενειάζω, ἀρχίζω νὰ προσκτῶμαι γενειάδα, Πλάτ. Συμπ. 181D, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5· ἄρτι γενειάσκων Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 100.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. γενειάω.
Spanish (DGE)
empezar a tener barba Pl.Smp.181d, X.Cyr.4.6.5, IG 22.13129 (I d.C.), Aristid.Quint.66.30, Did.CP 5.45.
Greek Monolingual
γενειάσκω (Α) γένυς
1. αρχίζω να αποκτώ γένεια
2. γίνομαι άντρας, ανδρώνομαι.
Greek Monotonic
γενειάσκω: = γενειάζω, αρχίζω να αποκτώ γενειάδα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
γενειάσκω: Xen., Plat. = γενειάζω.