δαμώματα

From LSJ
Revision as of 18:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾱμώματα Medium diacritics: δαμώματα Low diacritics: δαμώματα Capitals: ΔΑΜΩΜΑΤΑ
Transliteration A: damṓmata Transliteration B: damōmata Transliteration C: damomata Beta Code: damw/mata

English (LSJ)

τά,

   A = τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Ar.Pax797, from Stes.(Fr. 37): expld. by κοινώματα, δημοσιώματα, Hsch. δαμώμενος· ἀγαλλόμενος, οἱ δὲ παίζων, Id. δαμώσεις· δημόται, ἢ οἱ ἐντελεῖς (Lacon.), Id. δαμώσικτον· δεδοκιμασμένον (Lacon.), Id. δᾶν, v. δᾶ.

German (Pape)

[Seite 522] τά, = τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Ar. Pax 798 aus Stesichor. frg. 39.

Greek (Liddell-Scott)

δᾱμώματα: τά, = τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 797, ἐκ τοῦ Στησιχ. (Ἀποσπ. 39, Kleine).

French (Bailly abrégé)

μάτων (τά) :
chansons populaires.
Étymologie: δημόω.

Greek Monolingual

δαμώματα, τα (Α)
άσματα που εκτελούνται σε δημόσια γιορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δαμούμαι, δωρ. τ. του δημούμαι].

Greek Monotonic

δᾱμώματα: τά, = τὰ δημοσίᾳ ᾀδόμενα, άσματα που ψάλλονται σε δημόσιο χώρο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

δᾱμώματα: τά дор. = *δημώματα.