διάψυξις
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
English (LSJ)
εως, ἡ,
A cooling, Plu.2.967f (pl.), Aët.5.44.
Greek (Liddell-Scott)
διάψυξις: ἡ, ψύχρανσις, δρόσισμα, Πλούτ. 2. 967F.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
rafraîchissement.
Étymologie: διαψύχω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
enfriamiento, refrigeración Plu.2.967f, Zos.Alch.Comm.Gen.9.18, Orib.Syn.9.44.2, op. διάκαυσις Aët.5.44.
Greek Monolingual
διάψυξις, η (Α)
δρόσισμα, ψύχρανση.
Russian (Dvoretsky)
διάψυξις: εως ἡ охлаждение, проветривание (διαθέσεις καὶ διαψύξεις ἐκτός Plut.).