διεκπλώω
From LSJ
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
A v. διεκπλέω.
German (Pape)
[Seite 618] ion. = διεκπλέω, Her. 2, 29 u. öfter, durchsegeln.
Greek (Liddell-Scott)
διεκπλώω: ἴδε ἐν λ. διεκπλέω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. διεκπλέω.
Spanish (DGE)
v. διεκπλέω.
Greek Monotonic
διεκπλώω: Ιων. αντί δι-εκπλέω.
Russian (Dvoretsky)
διεκπλώω: ион. = διεκπλέω.