διωγμός
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
ὁ,
A the chase, X. Cyr.1.4.21, etc. 2 pursuit, D.S.4.13, al., Ael.Tact.34.4, Iamb.VP31.191. II persecution, harassing, in pl., A.Supp.148, 1046, E.Or.412; also in later Prose, Plu.2.483a: sg., Ev.Matt.13.21, Act.Ap.8.1.
German (Pape)
[Seite 648] ὁ, die Verfolgung; Aesch. Suppl. 1031; Eur. Or. 412; κυναγετεῖ τέκνων διωγμόν Herc. Fur. 985; in späterer Prosa; D. Sic. 3, 38; Plut. de frat. am. 11.
Greek (Liddell-Scott)
δῐωγμός: ὁ, κυνήγιον, ἡ θήρα, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 21, κτλ. ΙΙ. καταδίωξις, δίωξις, καταδρομή, ἐν τῷ πληθ., Αἰσχ
ύλ. Ἱκέτ. 148, 1046, Εὐρ., κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
poursuite.
Étymologie: διώκω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): eol. διωχμός EM 371.21G.
1 persecución, acción de correr tras uno ref. pers. διωγμοῖς ἀσχαλῶσα (Ártemis) irritada por las persecuciones (de las Danaides por parte de los egipcios), A.Supp.148, οἴμοι διωγμῶν, οἷς ἐλαύνομαι τάλας ¡por qué persecuciones soy asaltado, miserable de mí! E.Or.412, cf. IT 1175, ὡς παυσομένους τοῦ διωγμοῦ X.Cyr.1.4.21, ἧκεν ... ἐκ τοῦ διωγμοῦ D.H.3.26, cf. Plb.3.74.2, D.S.19.26, 19.109, Iambl.VP 191, ταχύπομποι A.Supp.1046, εὐτονώτερος LXX 2Ma.12.23, ἐπιπλήκτειραν ἀπορρύτοιο διωγμοῦ μάστιγα un látigo disimulador de una persecución irrefrenable, AP 6.233 (Maec.), de anim. ἔν τινι κυνηγεσίῳ καὶ διωγμῷ Plu.2.184d, τινὲς δὲ (φασιν) συνεχεῖ διωγμῷ καταπονῆσαι D.S.4.13, c. gen. obj. τέκνων δ. E.HF 896, ἵππων δ. ἦν καὶ ἀνδρῶν X.Cyr.3.3.65, c. dat. διωγμὸν τοῖς οὕτως ἐξελίξασι παρὰ τῶν πολεμίων Ael.Tact.34.4.
2 esp., en lit. judeo-crist. acción de perseguir, persecución sufrida por los cristianos διὰ τὸν λόγον Eu.Matt.13.21, cf. Eu.Marc.10.30, ἐγένετο ... δ. μέγας ἐπὶ τὴν ἐκκλησίαν Act.Ap.8.1, ὁ κατὰ τῆς ἐκκλησίας δ. Hegesippus Fr. en Eus.HE 3.20.5, ἐν πᾶσιν τοῖς διωγμοῖς ὑμῶν 2Ep.Thess.1.4, διὰ τῆς μαρτυρίας αὐτοῦ κατέπαυσεν τὸν διωγμόν Mart.Pol.1.1, cf. Clem.Al.Paed.3.8.41, Manes 38.1, 153.2, ἐν δὲ τῷ διωγμῷ ... ἐμαρτύρησεν en la persecución sufrió el martirio Ath.Al.Apol.Sec.59.1, ἐν πολλοῖς τοῖς ὑπὲρ Χριστοῦ διωγμοῖς ἀπενενκάμενος κλέος TAM 5.1406.6 (IV d.C.)
•fig. persecución c. gen. subjet. δ. δὲ ἀσεβοῦς εἰς θάνατον LXX Pr.11.19, del alma por parte de los malos deseos ὁ δὲ χαλεπώτατος ἔνδοθέν ἐστι δ. Clem.Al.QDS 25.4, de la virtud μᾶλλον δὲ καὶ ἐπέτεινε τὸν διωγμόν, ἐγγὺς τοῦ βραβείου γενόμενος Chrys.M.61.574.
3 náut. travesía μακρᾶς νεὼς διωγμὸν ἡμερήσιον singladura para un barco largo D.S.3.38.
English (Strong)
from διώκω; persecution: persecution.
Greek Monolingual
ο (AM διωγμός) διώκω
1. καταδίωξη
2. καταδίωξη που αποβλέπει σε εξόντωση, κατατρεγμός («οι διωγμοί τών Αρμενίων, τών Εβραίων κ.λπ.», «οἱ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν»)
3. αποπομπή
αρχ.
κυνήγι.
Greek Monotonic
δῐωγμός: ὁ (διώκω),
I. κυνήγι, θήρα, σε Ξεν.
II. καταδίωξη, δίωξη, ενόχληση, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διωγμός: ὁ1) тж. pl. преследование, погоня Aesch., Eur., Xen., Diod., Plut.;
2) гонение NT.