Δωρικός

From LSJ
Revision as of 19:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Δωρικός Medium diacritics: Δωρικός Low diacritics: Δωρικός Capitals: ΔΩΡΙΚΟΣ
Transliteration A: Dōrikós Transliteration B: Dōrikos Transliteration C: Dorikos Beta Code: *dwriko/s

English (LSJ)

ή, όν, Doric, Hdt.8.43, Th.3.95, etc.: Comp. -ώτερος A.D.Adv.159.27. Adv. -

   A κῶς Id.Pron.48.27, S.E.M.1.78: Comp. -ώτερον A.D.Synt. 159.16.

Greek (Liddell-Scott)

Δωρικός: -ή, -όν, Ἡρόδ. 8. 43, Τραγ., κτλ. -Ἐπίρρ. -κῶς, Γραμμ. Δωριακός, ποιητ. ἀντὶ Δωρικός, Θουκ. 2. 54.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dorien.
Étymologie: Δωριεύς.

Spanish (DGE)

(Δωρῐκός) -ή, -όν
I 1dórico, dorio del pueblo ἔθνος Hdt.7.99, 8.43, Scymn.Fr.25, γένος Hdt.1.56
del territorio χῶροι Hdt.7.102, τῶν ... τὰς Δωρικὰς πόλεις κτισάντων Isoc.Ep.9.3, cf. Ephor.231, Scymn.291, 629, Ἄργος S.OC 1301, τετράπολις Str.9.3.1, St.Byz.s.u. Ἀκύφας, ἀποικία Scymn.262
de pers. ἀνήρ AP 7.231 (Damag.), Σικελίας σκαπτοῦχος ὁ Δωρικός Archimel.SHell.202.17
ref. la lengua ὄνομα Pl.Cra.409a, ῥῆμα EM α 1537, διάλεκτος Iambl.VP 242, 243, EM 391.14G., cf. Hdn.Gr.2.57, πρόθεσις Sch.Theoc.1.2e
neutr. plu. subst. τὰ Δωρικά (ῥήματα) las formas verbales dorias A.D.Synt.213.15, ἄλλα τινὰ Δωρικά Choerob.in Theod.123.11
rel. las instituciones νόμιμα Th.6.4, ἀριστοκρατία Plu.Arat.2
de cosas πέπλοι A.Pers.183, ἄρτος Theoc.24.138, προσκεφάλαια Ath.255e
mús. Δ. ἁρμονία modo dorio Sch.Pi.O.1.26c
en arq. de estilo dórico τρίγλυφοι E.Or.1372, τὸ ἐπίκρανον IG 22.1665.21, cf. 1666A.55 (ambas IV a.C.), ID 500A.15 (III a.C.), κίων Poll.7.121.
2 neutr. subst. τὸ Δ. el pueblo dorio, la estirpe doria Paus.2.13.1, 10.8.2, Str.8.1.2.
II adv. -ῶς en dialecto dorio τὸ δὲ σὰν ἀντὶ τοῦ σίγμα Δ. εἰρήκασιν Ath.367a, cf. Philist.63, Apollon.Lex.s.uu. ἁμάς, τύνη, Hdn.Gr.1.252, Porph.ad Il.9.378, St.Byz.s.u. Μῆλος, op. Αἰολικῶς S.E.M.1.78, cf. Epiph.Const.Haer.42.12.3.

Greek Monotonic

Δωρικός: -ή, -όν, Δωρικός, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Δωρικός: дорический, дорийский Trag., Her., Thuc., Plat. etc.