ἐθελοντί
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
Adv.
A = ἐθελοντηδόν, Th.8.2, Plb.2.22.5, D.S.18.53, etc.
German (Pape)
[Seite 718] = ἐθελοντήν, Thuc. 8, 2 D. Sic. 18, 53 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελοντί: ἐπίρρ., = ἐθελοντηδόν, ἐθελοντεί, Θουκ. 8. 2, Διόδ. 18. 53.
French (Bailly abrégé)
adv.
volontairement.
Étymologie: ἐθέλω.
Spanish (DGE)
adv. voluntariamente, espontáneamente ἐ. ἰτέον ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους Th.8.2, cf. Plb.2.22.5, D.S.18.53, D.C.17.7, 37.20.5, ἐ. κατώλισθον εἰς ἀπόστασιν Cyr.Al.M.71.669D.
Greek Monolingual
(AM ἐθελοντί)
επίρρ. θεληματικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται πιθ. από τ. δοτικής εθέλοντι, με άγνωστη την ποσότητα του -ι].
Greek Monotonic
ἐθελοντί: επίρρ., = ἐθελοντηδόν, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐθελοντί: Thuc., Diod. = ἐθελοντηδόν.