εἰκαιοσύνη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A thoughtlessness, Timo 36.
German (Pape)
[Seite 726] ἡ, Unbesonnenheit, Eitelkeit, Timon bei D. L. 5, 11.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαιοσύνη: ἡ, ἀπερισκεψία, ἀφροσύνη, ματαιότης, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 5. 11.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
insensatez, frivolidad Ἀριστοτέλους εἰ. Timo SHell.810.
Greek Monolingual
εἰκαιοσύνη, η (Α) εικαίος
απερισκεψία.
Russian (Dvoretsky)
εἰκαιοσύνη: и εἰκαιότης, ητος ἡ безрассудство, легкомыслие Diog. L.