ἔλλειψις

Revision as of 19:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A falling short, defect, opp. ὑπερβολή, Democr. 102, Pl.Prt.356a; opp. ὑπεροχή, Arist.Ph.187a17, Metaph.1042b25; ὑπερβολὴ καὶ ἔ. καὶ τὸ μέσον Id.EN1106b17.    2 the conic section ellipse, Apollon.Perg.Con.1.13 (so called because the square on the ordinate is equal to a rectangle with height equal to the abscissa and applied to the parameter, but falling short of it).    3 ἐν ἐλλείψεσιν ἐνυπάρχειν to be present in deficiency, of the negative terms in an algebraical expression, Dioph.1Praef.p.14 T.    4 Gramm., ellipse, Ath. 14.644a, A.D.Synt.117.19; omission of a letter, Id.Pron.56.28.    5 = ἔκλειψις, Olymp.in Mete.67.37 (s.v.l.).    6 Pythag.name for two, Theol.Ar.10.

German (Pape)

[Seite 800] ἡ, das Zurücklassen, Unterlassen, Auslassen, bes. Schol. u. Gramm. vom Auslassen eines Wortes, Ellipse; – der Mangel, im Ggstz von ὑπερβολή u. ὑπεροχή, Plat. Prot. 356 a Polit. 283 c; Arist. Eth. 2, 6 u. öfter; überall ein hinter dem erforderlichen Maaße Zurückbleiben.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλλειψις: -εως, ἡ, παράλειψις, ἔλλειψις, ἐν τῇ γραμματικῇ, Ἀθήν. 644Α· ἴδε Βοσίου (Βος) Ellipses Graecae, ἔκδ. Schäf., Herm. Vig. append. ΙΙ. (ἐκ τοῦ ἀμεταβ.) ἔλλειψις, τὸ νὰ μὴ φθάνῃ τι, νὰ μὴ ἀρκῇ, ἀντίθετον τῷ ὑπερβολή, Πλάτ. Πρωτ. 356Α· ἀντίθετον τῷ ὑπεροχή, Ἀριστ. Φυσ. 1. 4, 1, Μετὰ τὰ Φυσ. 3. 2, 18, κ. ἀλλ. 2) κωνικὴ τομή, Ἀπολλώνιος Περγ. Κωνικ. 1. 13, καλεῖται οὕτως ἴσως διότι εἶναι κύκλος ἐλλιπής, ἴδε Εὐτόκιον εἰς Ἀπολλώνιον.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ

• Morfología: [gen. sg. ἐλλείψιος Theag.Pyth.Hell.191, Metopus Pyth.Hell.120.8]
A Icomo concepto gradual
1 escasez, falta c. gen. οὐ κρατεῖται ... δι' ἔλλειψιν δυνάμεως Arist.GA 768b26, τροφῆς Thphr.CP 5.15.3, cf. 6.4.3, Plu.2.44a, ἐλαίου Basil.Bapt.2.9.3
fil., cien., frec. abs. escasez, defecto op. ὑπερβολή, ὑπεροχή ‘exceso’ τοίνυν ἴδωμεν πᾶσαν τήν τε ὑπερβολὴν καὶ τὴν ἔλλειψιν Pl.Plt.283c, del discurso, Pl.Plt.283d, (λόγος) μήκους τε πέρι καὶ βραχύτητος καὶ πάσης ὑπεροχῆς τε καὶ ἐλλείψεως Pl.Plt.283c, cf. 285b, διαφέρει πλήθει καὶ ὀλιγότητι ... καὶ ὅλως ὑπεροχῇ καὶ ἐλλείψει ref. a las partes de los animales, Arist.HA 486b8, cf. 486a22, de uno de los dos principios que gobernaron la creación del universo, Arist.Ph.187a17, Metaph.992b7, ἡ δὲ ἀνισότης ὑπεροχῇ καὶ ἐλλείψει κατὰ πλῆθος ἢ μέγεθος Thphr.HP 1.1.6, cf. Aristid.Quint.122.18
op. πλεονεξία: τὴν πλεονεξίαν τῆς φύσεως ἐπιρρώσομεν, τὴν δ' ἔλλειψιν ἀναπληρώσομεν Plu.2.9e
op. πλεονασμός Iul.Ar.264.6, Gr.Nyss.Eun.3.2.87
op. ὑπέρπτωσις Gr.Nyss.Perf.189.16
op. τὸ ἶσον y ὑπερβολή Democr.B 102
op. ὑπερβολή: ὑπερβολὴ θάλπους καὶ ἔ. καὶ μεσότης Str.2.3.1, αἱ γὰρ ὑπερβολαὶ ταῖς ἐλλείψεσιν οὐ δύνανται συμφωνεῖν Didym.Gen.27.22, cf. Them.Or.6.73b
como término más genérico que ἔνδεια: τις γένος τῆς ἐλλείψεως τὴν ἔνδειαν λέγει Strato Lamps.30, τό τε ἐνδεὲς ἐλλείψει ἐνδεές Max.Tyr.39.1.
2 inferioridad τὴν ἔλλειψιν πρὸς τοὺς ἄρρενας ἔχει τοῦ σώματος φανεράν ref. a las hembras, Arist.GA 727a24, cf. 767b23, Basil.M.29.701B.
3 en sent. ético deficiencia, defecto op. ὑπερβολή ‘exceso’ ὑπερβολὴ ἀλλήλων καὶ ἔ. πᾶσα ὑπερβάλλειν δοκεῖ τὸ ἀρετῆς ξύμμετρον Hp.Ep.13, τινας ἐλλείψεις ἢ ἀποτεύξεις ἢ ἁμαρτίας ἐλαφρὰς ἐμβάλλοντες Plu.2.543f, esp. op. ὑπερβολή: ὑπερβολὴ ἀλλήλων καὶ ἔ. exceso o defecto de ambos (placer y dolor), Pl.Prt.356a, τὸ δὲ ἴσον μέσον τι ὑπερβολῆς καὶ ἐλλείψεως Arist.EN 1106a29, ὑπερβολὴ καὶ ἔ. de gasto de dinero, Arist.EN 1107b10, ὑπερβολῆς καὶ ἐλλείψεως μέσον τὸ αὐταρκές Ph.Fr.Ex.1.6, τοῦ ἀδικεῖν καὶ ἀδικεῖσθαι κατ' ἔλλειψιν καὶ ὑπερβολὴν ὄντος Plu.2.381f, cf. 444c.
4 reducción, minoración τίνες (πόνοι) ... αὔξησιν παρασκευάζουσιν ἐς σάρκας καὶ τίνες ἔλλειψιν Hp.Vict.1.2, θεὸς δὲ ἔλλειψιν ἢ πρόσθεσιν οὐκ ἀνέχεται πλήρης ... ὤν Ph.1.165.
II como concepto abstr.
1 falta, carencia op. ὑπερβολή ‘exceso’, Hp.Vict.4.90, c. gen. ἑτέρου νόμου Thphr.Fr.97, ἡ δὲ τῶν ὑγρῶν διάθεσις ἔλλειψίς τίς ἐστι Gal.7.90, τοῦ ὄντος παντός Plot.3.6.7, cf. Porph.Sent.20, γραμμάτων Gr.Nyss.Prof.Chr.129.8
sin determ. ἵνα ... μήτε ... ἡ ἔ. ἀθυμίαν ἐργάσηται Chrys.M.53.121
c. compl. de referencia, como sinón. de διάστασις: ἡ ἔ. τοῦ κύκλου la falta (que hay) en el círculo Olymp.in Mete.231.8.
2 omisión ὁπόταν ἔ. γένηται παρ' ἐκείνων Str.3.4.19, del pecado por omisión, Basil.Bapt.2.6.1, 9.1.
B usos téc.
I 1geom. elipse Apollon.Perg.Con.1.13, cf. Procl.in Euc.p.419.21, ὀξυγώνιος (τομή) ... ἡ αὑτῇ συνάπτουσα καὶ ποιοῦσα σχῆμα θυρεοειδές, καλεῖται δὲ ... καὶ ἔ. Hero Def.94, οἰομένους τὴν τοῦ κυλίνδρου πλαγίαν τομὴν ἑτέραν εἶναι τῆς τοῦ κώνου τομῆς τῆς καλουμένης ἐλλείψεως Seren.Sect.Cyl.proem. (p.2.5), cf. Papp.674, Ptol.Geog.7.6.13.
2 otro n. del número dos entre los pitagóricos, Anatolius en Theol.Ar.10, 11.
3 astr., prob. luna nueva ὅταν ἡ σελήνη κατ' ἔλλειψιν ὑπὸ Ἄρεος θεωρηθῇ Lyd.Ost.7.
4 lóg. falta, error por deficiencia en el curso del razonamiento ποιὰς ἀσαφείας καὶ ἐλλείψεις καὶ ... σολοικισμούς Chrysipp.Stoic.2.96, ἀσύνακτον λόγον γίγνεσθαι ἤτοι παρὰ διάρτησιν ἢ παρὰ ἔλλειψιν S.E.P.2.146, cf. M.8.429, ἀγνοίᾳ ... λογιοῦνται τὴν ἔλλειψιν Basil.Eunom.593A.
II gram., ret.
1 de varios tipos de fenóm. fonéticos y sintácticos elisión, omisión
a) dentro de la palabra: de una letra ὠκύπος κατ' ἔλλειψιν τοῦ «υ» en rel. c. ὠκύπους Hdn.Gr.1.188, en ciertas formas de la declinación τοῦ «τ» A.D.Pron.57.8, op. πλεονασμός: πᾶν τὸ ἐν πλεονάσματι ἢ ἐλλείψει πολὺ πρότερον ἐν ὁλοκλήρῳ καθειστήκει A.D.Pron.38.23
del preverbio, A.D.Synt.117.19;
b) dentro de la or.: del pron., A.D.Pron.79.11, del art., A.D.Synt.5.25, del subst. tras art., A.D.Synt.108.5, de subst. sobreentendidos en ciertos contextos, como χείρ Sch.D.T.517.6, cf. Choerob.252.
2 en op. a otros tipos de elisión o pérdida pérdida de la semivocal del diptongo ἔ. δέ ἐστιν ἀποβολὴ φωνήεντος κατὰ τὸ μέσον οὐ ποιοῦντος συλλαβήν, οἷον «ἀμνίον» ἀντὶ τὸ «αἱμνίον» Trypho Pass.1.25.
3 ret. elipsis, omisión deliberada de alguna parte del discurso, sin que se resienta la sintaxis ἄλλος (τόπος) παρὰ τὴν ἔλλειψιν τοῦ πότε καὶ πῶς Arist.Rh.1401b34, cf. 1401b2, ἔ. δέ ἐστιν ὅταν ὁ λέγων ἐλλείπῃ λέξιν ἣν παρ' αὐτὰ ἔδει προσθεῖναι τῷ νοήματι Tib.Fig.42, κατ' ἔλλειψιν λεγομένου τοῦ ῥητοῦ Clem.Al.Strom.7.14.88, cf. Suet.Lud.1.14.

Russian (Dvoretsky)

ἔλλειψις: εως ἡ1) недостаток, нехватка (μήτε ἡ ἔ. μήτεὑπερβολή Plat., Plut.): διαφέρειν τινὶ καθ᾽ ὑπεροχὴν καὶ ἔλλειψιν Arst. отличаться от чего-л. избытком или недостатком;
2) лог., рит. эллипсис, опущение Arst.