ἐξανδραποδισμός

From LSJ
Revision as of 20:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξανδρᾰποδισμός Medium diacritics: ἐξανδραποδισμός Low diacritics: εξανδραποδισμός Capitals: ΕΞΑΝΔΡΑΠΟΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: exandrapodismós Transliteration B: exandrapodismos Transliteration C: eksandrapodismos Beta Code: e)candrapodismo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg., Plb.6.49.1.

German (Pape)

[Seite 868] ὁ, dasselbe, Pol. 6, 49, 1, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξανδραποδισμός: ὁ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 6. 49, 1.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 acción de reducir a esclavitud, esclavización ἐπ' ἀνδραποδισμῷ Μεσσηνίοις πόλεμον ἐξήνεγκαν Plb.6.49.1, c. gen. obj. ἐπ' ἐξανδραποδισμῷ καὶ μερισμῷ τῆς Ἁκαρνανίας Plb.9.34.7, cf. 11.5.1, πόλεων ἐξανδραποδισμοὶ καὶ πολιορκίαι Plb.11.19a.1, cf. 15.23.3, γυναικῶν καὶ παίδων Basil.M.30.632A.
2 despojo, saqueo, lat. depeculatio, Gloss.2.43.

Greek Monolingual

και ανδραποδισμός, ο (Α ἐξανδραποδισμός) εξανδραποδίζω
εξανδραπόδιση.

Russian (Dvoretsky)

ἐξανδραποδισμός: ὁ Polyb. = ἐξανδραπόδισις.