ἐπιθαλάσσιος
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
Att. ἐπιθαλάττιος, α, ον Pl.Lg.704d, PRev.Laws93.5 (iii B.C.), also ος, ον X.HG3.1.16:—
A lying or dwelling on the coast, Hdt.1.154; τὰ ἐ. Id.5.30; ἐ. τῆς Πελοποννήσον Th.2.56; marine, Epich.90:—in App.Hisp. 12 ἐπιθάλασσος is prob. f.l.
German (Pape)
[Seite 942] att. -ττιος, am Meere gelegen, Her. 5, 30; von Menschen, am Meere wohnend, 1, 154; χωρία, πόλισμα, Thuc. 2, 66. 3, 7; Xen. An. 5, 5, 23; αἱ ἐπιθαλάττιοι πόλεις Hell. 3, 1, 16; Folgde; auch dreier Endungen, Plat. Legg. IV, 704 d.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
c. ἐπιθαλασσίδιος.
Étymologie: ἐπί, θάλασσα.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐπιθαλάσσιος και ἐπιθαλάττιος, -α, -ον και -ος, -ον)
παραθαλάσσιος, παράκτιος
αρχ.
ναυτικός, θαλασσινός.
Greek Monotonic
ἐπιθᾰλάσσιος: Αττ. -ττιος, -α, -ον ή -ος, -ον, αυτός που βρίσκεται ή διαμένει στην ακτή, δηλ. παραθαλάσσιος, Λατ. maritimus, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθᾰλάσσιος: атт. ἐπιθᾰλάττιος 2 и 3 прилегающий к морю, приморский (πόλισμα Thuc.; χωρίον Xen.): τὰ ἐπιθαλάσσια Her., Thuc., Plat. морское побережье, приморье.