ἐπινομή

From LSJ
Revision as of 20:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινομή Medium diacritics: ἐπινομή Low diacritics: επινομή Capitals: ΕΠΙΝΟΜΗ
Transliteration A: epinomḗ Transliteration B: epinomē Transliteration C: epinomi Beta Code: e)pinomh/

English (LSJ)

ἡ, (ἐπινέμομαι)

   A a grazing over the boundaries: metaph., ἐ. πυρός the spread of fire, Plu.Alex.35; of poison, Ael.NA12.32.    2. right of pasturage, Schwyzer 197.33 (Itanos, iii B.C.).    3. grazing after mowing, POxy.730.11 (ii A.D.), al.    II. pl.,final turns of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.51.2 (pl.), Gal.18(2).563.

German (Pape)

[Seite 966] ἡ, das um sich Greifen, sich Verbreiten, vom Feuer, Plut. Alex. 35; τοῦ ἰοῦ Ael. V. H. 12, 32. Vgl. ἐπινέμω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινομή: ἡ, (ἐπινέμομαι) ἐπὶ τοῦ πυρός, διάδοσις, ἐξάπλωσις αὐτοῦ, Πλουτ. Ἀλεξ. 35· ἐπὶ δηλητηρίου, τὴν τοῦ ἰοῦ κατὰ τοῦ σώματος ἐπινομὴν Αἰλ. π. Ζ. 12. 32. ΙΙ. ἐπίθεσις ἐπιδέσμου, Γαλην. τ. 18, μέρος 1, σ. 791, 11, 792. 1, κτλ. 2) διαταγή, παραγγελία, ἐπινομὴν ἐδώκασιν ὅπως, ἐὰν κοιμηθῶσιν, διαδέξωνται ἕτεροι δεδοκιμασμένοι ἄνδρες τὴν λειτουργίαν Κλήμ. Ρώμ. 1. 44.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de consumer de proche en proche.
Étymologie: ἐπινέμω.

Greek Monolingual

ἐπινομή, ἡ (Α) νομή
1. διάδοση, εξάπλωση, ιδίως μτφ. για τη φωτιά («οὐκ ἂν ἔφθασεν ἡ βοήθεια τὴν ἐπινομήν», Πλούτ.)
2. απαίτηση βοσκής
3. διαταγή, παραγγελία
4. στον πληθ. ἐπινομαί
επίθεση επιδέσμου.

Greek Monotonic

ἐπινομή: ἡ (ἐπινέμομαι), βόσκηση πέρα από τα όρια, σύνορα· μεταφ., ἐπ.πυρός, εξάπλωση, διάδοση της φωτιάς, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινομή: ἡ захват новых пространств, распространение (sc. τοῦ πυρός Plut.).