εὐφόρμιγξ
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
ιγγος, ὁ, ἡ,
A with beautifullyre: playing beautifully on it, Λύκειος AP7.10. II Pass., of lyrical music, beautifully played or accompanied, Opp.H.5.618.
Greek (Liddell-Scott)
εὐφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὴν φόρμιγγα, καλῶς φορμίζων, Ἀνθ. Π. 7. 10. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ λυρικῆς μουσικῆς, μολπῆς εὐφόρμιγγος, συνοδευομένης ὑπὸ καλῆς φορμιγγος ἢ λίαν μελῳδικῆς, Ὀππ. Ἁλ. 5. 618.
French (Bailly abrégé)
ιγγος (ὁ, ἡ)
1 qui joue bien de la lyre;
2 qui résonne harmonieusement sur la lyre.
Étymologie: εὖ, φόρμιγξ.
Greek Monolingual
εὐφόρμιγξ, -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ή παίζει ωραία τη φόρμιγγα, τη λύρα («σὺν εὐφόρμιγγι Λυκείῳ», Ανθ. Παλ.)
2. (για λυρική μουσική) αυτός που συνοδεύεται από ωραία λύρα, ο πολύ μελωδικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φόρμιγξ «λύρα»].
Greek Monotonic
εὐφόρμιγξ: -ιγγος, ὁ, ἡ, με όμορφη λύρα ή παίζοντας όμορφα τη λύρα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐφόρμιγξ: ιγγος adj.
1) хорошо играющий на форминге (Λυκεῖος Anth.);
2) искусно извлекаемый из форминги, красиво звучащий (ἀοιδά Anth.).