ζε
μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)
English (LSJ)
inseparable Suffix, denoting
A motion towards:—prop. representing -σδε, as in Ἀθήναζε, Θήβαζε, θύραζε for Ἀθήνασδε, Θήβασδε, θύρασδε: but sts. found with sg. Nouns, as ἔραζε, χαμᾶζε, Ὀλυμπίαζε, Μουνυχίαζε, cf. A.D.Adv.194.18.
Greek (Liddell-Scott)
ζε: ἀχώριστον μόριον σημαῖνον κίνησιν εἰς τόπον κυρίως παριστᾷ τὸ -σδε, ὡς Ἀθήναζε, Θήβαζε, θύραζε, ἀντὶ Ἀθήνασδε, Θήβασδε, θύρασδε - ἀλλ’ εὕρηται ἐνίοτε μετ’ ὀνομάτων ἑνικοῦ ἀριθμοῦ, ὡς Ὀλυμπίαζε, Μουνιχίαζε.
Greek Monotonic
ζε: αχώριστο μόριο, που δηλώνει κίνηση προς τόπο· κυρίως παριστά τον τύπο -σδε, όπως στα Ἀθήναζε, θύραζε αντί Ἀθήνασδε, θύρασδε· μερικές φορές όμως απαντά με ονόματα που βρίσκονται στον ενικό αριθμό, όπως τα Ὀλυμπίαζε, Μουνιχίαζε.
Russian (Dvoretsky)
ζε: [из -σ-δε] суффикс, означающий направление по направлению к, в: Ἀθήνα-ζε в Афины; θύρα-ζε в дверь, наружу.