εὐφίλητος

From LSJ
Revision as of 21:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφῐλητος Medium diacritics: εὐφίλητος Low diacritics: ευφίλητος Capitals: ΕΥΦΙΛΗΤΟΣ
Transliteration A: euphílētos Transliteration B: euphilētos Transliteration C: effilitos Beta Code: eu)fi/lhtos

English (LSJ)

η, ον,

   A wellbeloved, only in Id.Th.107 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐφίλητος: -η, -ον, λίαν πεφιλημένος, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Θηβ. 107.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien-aimé.
Étymologie: εὖ, φιλέω.

Greek Monolingual

εὐφίλητος, -ον (Α)
αυτός που αγαπιέται πολύ, ο πολύ αγαπητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»)].

Greek Monotonic

εὐφίλητος: -η, -ον (φιλέω), προσφιλής, πολύ αγαπητός, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐφίλητος: горячо любимый (πόλις Aesch.).