Ἰδομενεύς
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Greek (Liddell-Scott)
Ἰδομενεύς: έως, Ἐπικ. ῆος, ὁ, ὁ ἀρχηγός τῶν Κρητῶν, κυρίως = τὸ μένος, ἡ ἰσχύς τῆς Ἴδης (τῆς ἐν Κρήτῃ), Ἰλ. A. 145, Δ 256, E. 48, κτλ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
Idoménée, roi de Crète.
Étymologie:.
English (Autenrieth)
Idomeneus, son of Deucalion, grandson of Minos, king in Crete, Il. 4.265, Il. 12.117, Il. 2.645; his son Arsilochus, Od. 13.259; comrade-at-arms, Meriones, Il. 23.113.
Greek Monotonic
Ἰδομενεύς: -έως, Επικ. -ῆος, ὁ, αρχηγός των Κρητών· κυρίως αρχικά, δύναμη, ισχύς της Ίδης (στην Κρήτη), σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
Ἰδομενεύς: έως (ῑ) ὁ Идоменей
1) сын Девкалиона, внук Миноса и Пасифаи, царь Крита, участвовавший во главе своих 80 кораблей в осаде Трои Hom.;
2) родом из Лампсака, ученик Эпикура, философ и историк IV-III вв. до н. э. Plut.