ἰθυδρόμος
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
ον,
A straight-running, πρίων AP6.103 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1245] gerade laufend, πρίων, Philpp. 15 (VI, 103).
Greek (Liddell-Scott)
ἰθυδρόμος: ῑ, ον, ὁ ἔχων εὐθεῖαν κίνησιν, πρίων Ἀνθ. Π. 6. 103· - οὐσιαστ. ἰθυδρομία, ἡ, ἰθ. τῶν πόρων Ἑρμῆς Τρισμέγ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court en droite ligne.
Étymologie: ἰθύς, δραμεῖν.
Greek Monolingual
ἰθυδρόμος, -ον (Α)
ευθυδρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -δρομος (< δρόμος), πρβλ. ημερο-δρόμος, πελαγο-δρόμος.
Greek Monotonic
ἰθυδρόμος: [ῑ], -ον (δραμεῖν), αυτός που τρέχει σε ευθεία κίνηση, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἰθῠδρόμος: (ῑ) движущийся по прямой линии (πρίων Anth.).