ἴκελος
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
[ῐ], η, ον, poet. and Ion. form of εἴκελος,
A like, resembling, τινι Il.11.467, al., Hes.Sc.198, Sapph.Supp.20b.1, B.Fr.19, Hdt.3.81, Hp.Epid.3.4, Ar.Av.575, Theoc.2.51, etc.; ὀργαῖς ἀλωπέκων ἰ. like foxes in disposition, Pi.P.2.77; ἐπιθυμίη κυνὶ ἰ. Democr.224: c. gen., θέας ἰκέλαν dub. in Sapph.Supp.25.4. Adv. ἱκᾰν-λως, c. dat., in the same way as, Hp.Gland.8, Diotog. ap. Stob.4.1.133.
German (Pape)
[Seite 1247] p. u. ion. = εἴκελος, ähnlich, τινί, Il. 11, 467; Hes. O. 70 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 600; Her. 3, 81; – τινός, ὀργαῖς ἀλωπέκων ἴκελοι Pind. P. 2, 77. – Adv., Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἴκελος: ῐ, η, ον, ποιητ. καὶ Ἰωνικ. τύπος τοῦ εἴκελος, ὅμοιος, ὁμοιάζων, τινι Ἰλ. Λ. 467, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 3. 81, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, κτλ.· ὀργαῖς... ἀλωπέκων ἴκελοι, «τοῖς τῶν ἀλωπέκων τρόποις ὅμοιοι» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 2. 141. ― Ἐπίρρ. -λως, Ἱππ. 272.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
semblable à, τινι.
Étymologie: R. Ϝικ, v. *εἴκω.
English (Autenrieth)
(ϝικ.), like, resembling.
English (Slater)
ῐκελος
1 resembling c. gen. ὑποφάτιες, ὀργαῖς ἀτενὲς ἀλωπέκων ἴκελοι (P. 2.77)
Greek Monolingual
ἴκελος, -έλη, -ον (Α)
(ποιητ. και ιων. τ.) βλ. είκελος.
επίρρ...
ἰκέλως (Α)
(με δοτ.) με τον ίδιο τρόπο, όμοια με...
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκ-ελος
η λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα ἰκ- της ρίζας weik- «αποδεικνύομαι αληθής» τών ρ. εικάζω, έοικα. Το επίθημα -ελος εμφανίζεται κυρίως σε μεταρρηματικά παράγωγα (πρβλ. ευτράπ-ελος, στυφ-ελός). Ο τ. ίκελος έχει παράλληλο τ. είκελος, ο οποίος εμφανίζεται σπανιότερα από τον πρώτο, εκτός από τον Όμηρο, στον οποίο χρησιμοποιούνται και οι δύο λ. με την ίδια συχνότητα].
Greek Monotonic
ἴκελος: [ῐ], -η, -ον, ποιητ. και Ιων. τύπος του εἴκελος, όμοιος, παρόμοιος, ανάλογος, τινι, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἴκελος: дор. v. l. ἴκελος 3 (ῐ) эп.-ион. (= εἴκελος) похожий, подобный (τινι Hom., Hes., Her.; τινος Pind.).