καθησυχάζω

From LSJ
Revision as of 22:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah

Menander, Monostichoi, 191
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθησῠχάζω Medium diacritics: καθησυχάζω Low diacritics: καθησυχάζω Capitals: ΚΑΘΗΣΥΧΑΖΩ
Transliteration A: kathēsycházō Transliteration B: kathēsychazō Transliteration C: kathisychazo Beta Code: kaqhsuxa/zw

English (LSJ)

strengthd. for ἡσυχάζω, Plb.9.32.2, Ph.2.71, BGU 36.14 (Trajan):—Med., fut.

   A καθησυχάσομαι Lyr.Alex.Adesp.4.24.

German (Pape)

[Seite 1285] verstärktes simplex, Pol. 9, 32, 2; schweigen, Plut. Ages. 20.

Greek (Liddell-Scott)

καθησῠχάζω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ ἡσυχάζω, Πολύβ. 9. 32, 2, Φίλων 2. 71.

Greek Monolingual

καθησυχάζω)
ηρεμώ, γίνομαι γαλήνιος και ατάραχος, καταπραΰνομαι (α. «καθησύχασε μόλις άκουσε τα νέα» β. «ἐπεὶ δέ ποτε καθησύχασαν, οὕτω πως ἤρξατο τοῡ λέγειν», Πολ.)
νεοελλ.
κάνω κάποιον να ησυχάσει, καταπραΰνω, μαλακώνω, ξαναδίνω σε κάποιον την ψυχική γαλήνη («ο γιατρός μάς καθησύχασε με τη διάγνωσή του»)
αρχ. μέσ. καθησυχάζομαι
ηρεμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἡσυχ-άζω (< ἥσυχος)].

Russian (Dvoretsky)

κᾰθησῠχάζω: становиться совершенно спокойным, умолкать Polyb., Plut.