κάρτιστος
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
English (LSJ)
η, ον, Ep. for κράτιστος. καρτομιστής, ὁ,
A = κερτ-, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1331] ep. = κράτιστος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κάρτιστος: -η, -ον, Ἐπικ. ἀντὶ κράτιστος.
French (Bailly abrégé)
v. κράτιστος.
English (Autenrieth)
strongest, mightiest; neut., φυγέειν κάρτιστον ἀπ' αὐτῆς (sc. ἐστί), best, i. e. ‘the better part of valor,’ Od. 12.120.
Greek Monolingual
κάρτιστος, -ίστη, -ον (Α)
κράτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υπερθετικός βαθμός του τ. κάρτων].
Greek Monotonic
κάρτιστος: Επικ. αντί κράτιστος.
Russian (Dvoretsky)
κάρτιστος: эп. = κράτιστος.