καταπίστωσις
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
εως, ἡ,
A assurance, pledge of faith, καταπιστώσεις ποιεῖσθαι, of lovers, Arist.Fr.97, cf. Plu.2.258b.
German (Pape)
[Seite 1370] ἡ, Verbürgung, Versicherung, καταπιστώσεις ποιεῖσθαι Plut. Pelop. 18.
Greek (Liddell-Scott)
καταπίστωσις: -εως, ἡ, βεβαιότης, διαβεβαίωσις, ὑπόσχεσις πίστεως, καταπιστώσεις ποιεῖσθαι, ἐπὶ ἐραστῶν, Πλουτ. Πελοπ. 18, πρβλ. Πλούτ. 2, 258Β, Ἀριστ. Ἀποσπ. 1492. 42α.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
garantie, caution.
Étymologie: καταπιστόομαι.
Greek Monolingual
καταπίστωσις, ἡ (Α) καταπιστοῡμαι
διαβεβαίωση, εγγύηση ή υπόσχεση πίστεως.
Russian (Dvoretsky)
καταπίστωσις: εως ἡ порука, ручательство: τὰς καταπιστώσεις ποιεῖσθαι Arst., Plut. ручаться, давать клятву.