κεναγγία

From LSJ
Revision as of 22:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

ἐπ' αὐτὸν ἥκεις τὸν βατῆρα τῆς θύρας → you've come to the crux of the matter, come to the point, hit the nail on the head, you've come to the very threshold of the door, you are come to the very threshold of the door, you've arrived at the truth of the matter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεναγγία Medium diacritics: κεναγγία Low diacritics: κεναγγία Capitals: ΚΕΝΑΓΓΙΑ
Transliteration A: kenangía Transliteration B: kenangia Transliteration C: kenaggia Beta Code: kenaggi/a

English (LSJ)

Ion. κενεαγγίη (q.v.), ἡ,

   A emptiness of vessels; esp. hunger, Pl.Com.156; κ. ἄγειν to fast, Ar.Fr.608.

German (Pape)

[Seite 1416] ἡ, (Leerheit der Gefäße); für Hunger braucht es Ar. (κεναγγίαν ἄγειν) u. Plat. com. nach Poll. 6, 31 u. B. A. 104. S. κενεαγγίη.

Greek (Liddell-Scott)

κεναγγία: ἡ, κενότης ἀγγείων, τῶν τοῦ σώματος, ἰδίως πεῖνα, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Συμμ.» 10· κ. ἄγειν, νηστεύω, Ἀριστοφ. ἐν Ἀδήλ. 30 Meineke («Πλάτων δὲ ὁ Κωμικὸς κεναγγίαν εἴρηκε, Ξενοφῶν δὲ βούλιμον καὶ Ἀριστοφάνης κεναγγίαν ἄγειν» Πολυδ. Ϛ΄, 31)·- Ὅρα τὸν Ἰων. τύπον κενεαγγίη.

Greek Monolingual

κεναγγία και κενεαγγίη, ἡ (Α) κεναγγής
1. η κενότητα, το άδειασμα τών αγγείων του σώματος, επομένως, ο λιμός, η πείνα, η εξάντληση
2. φρ. «κεναγγίαν ἄγω» — νηστεύω, Αριστοφ.).

Russian (Dvoretsky)

κεναγγία: ἡ пустота сосудов, т. е. голод: κεναγγίαν ἄγειν Arph. голодать.