κητοφόνος
From LSJ
Ἢ ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod
English (LSJ)
ον,
A killing sea-monsters, AP6.38 (Phil.), Opp.H.5.113.
German (Pape)
[Seite 1435] Meer-, Thunfische tödtend; τρίαινα Philp. 23 (VI, 38); Opp. Hal. 5, 113.
Greek (Liddell-Scott)
κητοφόνος: -ον, ὁ φονεύων κήτη, Ἀνθ. Π. 6. 30, Ὀππ. Ἁλ. 5. 113.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tue les gros poissons.
Étymologie: κῆτος, πεφνεῖν.
Greek Monolingual
κητοφόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει κήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῆτος + -φόνος (< θείνω), πρβλ. δολο-φόνος, τυραννο-φόνος.
Greek Monotonic
κητοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει θαλάσσια τέρατα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κητοφόνος: убивающий морские чудища (τρίαινα Anth.).