κηριάζω

From LSJ
Revision as of 22:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηριάζω Medium diacritics: κηριάζω Low diacritics: κηριάζω Capitals: ΚΗΡΙΑΖΩ
Transliteration A: kēriázō Transliteration B: kēriazō Transliteration C: kiriazo Beta Code: khria/zw

English (LSJ)

   A spawn, of the purple-fish (πορφύρα), whose spawn is like a honeycomb (κηρίον), Arist.HA546b25, GA761b32.

German (Pape)

[Seite 1433] einer Honigwabe ähnlich sein od. ähnlich machen, Arist. H. A. 5, 15 gen. an. 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

κηριάζω: ἐπὶ τῶν ὀστρακοδέρμων, κυρίως δὲ τῆς πορφύρας καὶ τῶν κηρύκων, ἐκχέω τὰ ᾠά μου ἐν εἴδει γλισχρότητος μυξώδους: «αἱ μὲν οὖν πορφύραι τοῦ ἔαρος συναθροιζόμεναι εἰς ταὐτό, ποιοῦσι τὴν καλουμένην μελίκηραν, τοῦτο δ’ ἔστιν οἷον κηρίον, πλὴν οὐχ οὕτω γλαφυρόν, ἀλλ’ ὥσπερ ἂν εἰ ἐκ λεπυρίων ἢ ἐρεβίνθων λευκῶν πολλὰ συμπλακεῖεν» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 4, π. Ζ. Γεν. 3. 11, 12 καὶ 14.

Greek Monolingual

κηριάζω (Α) κηρίον
(για το ψάρι πορφύρα, του οποίου τα αβγά μοιάζουν με κηρήθρα) γεννώ αβγά όμοια με κηρήθρα.

Russian (Dvoretsky)

κηριάζω: 1) быть похожим на пчелиные соты Arst.;
2) выделять сотообразную жидкость Arst.