κοτυληδών
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
όνος, ἡ,
A any cup-shaped hollow or cavity: 1 in pl., suckers on the arms (πλεκτάναι) of the poulp or octopus, Od.5.433, in Ep. dat. πρὸς κοτυληδονόφιν, cf. Arist.HA524a2, PA685b3, Thphr.HP9.13.6, Ath.11.479b; also on the feet of the κάραβος, Arist.HA527a25: sg., Luc.Musc.Enc. 3. 2 in pl., cotyledons, foetal and uterine vascular connexious (in animals), Hp.Aph.5.45, Arist.GA745b33, al.: wrongly expld. as κοιλότητες . . ἐν αἷς τὴν ἀνατροφὴν τοῦ ἐμβρύου γίνεσθαι Diocl.Fr.27, cf. Gal.2.905. 3 = κοτύλη 2, socket of the hip-joint, Ar.V.1495, Arist. HA493a24, Milet.6.22 (iii B. C.). 4 hollow of a cup, Nic.Al. 626. 5 plant, prob. navelwort, Cotyledon Umbilicus, Hp.Steril. 230, Nic.Th.681, Dsc.4.91, Gal.12.41; another species, C. sterilis, Dsc.4.92.
Greek (Liddell-Scott)
κοτῠληδών: -όνος, ἡ, πᾶσα κοιλότης ἔχουσα τὸ σχῆμα ποτηρίου· 1) ἐν τῷ πληθ., αἱ μυζητικαὶ θηλαὶ ἢ ὀφθαλμοὶ ἐπὶ τῶν πλεκτανῶν τοῦ πολύποδος, Ὀδ. Ε. 433, κατ’ Ἐπικ. δοτ., πρὸς κοτυληδονόφιν· πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1. 9, π. Ζ. Μορ. 4. 9, 13, Ἀθήν. 479Β· ― ὡσαύτως, ἐπὶ τῶν ποδῶν τοῦ καράβου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 27. 2) ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, ἀγγεῖά τινα κατὰ τὸ στόμιον τῆς μήτρας, Ἱππ. Ἀφ. 1254, Γαλην. Λεξ., Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 7, 4, κ. ἀλλ.· πρβλ. Föes Oecon. 3) κοτύλη 2, ἡ κοιλότης, ἐν ᾗ κινεῖται ἡ κεφαλὴ τοῦ μηροῦ, Ἀριστοφ. Σφ. 1495, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 2. 4) τὸ κοίλωμα ποτηρίου, Νικ. Ἀλεξιφ. 547. 5) φυτόν τι, πιθαν. ὀμφαλοβοτάνη, Νικ. Θηρ. 681, Διοσκ. 4. 92.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
cavité, creux, particul. :
1 creux d’une tasse, d’une coupe;
2 cavité où s’emboîte l’os de la hanche;
3 sorte de plante, vulg. le nombril de Vénus;
4 pl. v. κοτυληδόνες.
Étymologie: κοτύλη.
English (Autenrieth)
όνος, dat. pl. κοτυληδονόφιν: pl., suckers at the ends of the tentaculae of a polypus, Od. 5.433†.
Greek Monotonic
κοτῠληδών: -όνος, ἡ, οποιαδήποτε κοιλότητα έχει το σχήμα κυπέλου.
I. 1. στον πληθ., οι μυζητικές θηλές (πλεκτάναι) στο χταπόδι, στον πολύποδα, σε Ομήρ. Οδ.· στην Επικ. δοτ. πληθ. κοτυληδονόφιν. 2. = κοτύλη 2, κοίλωμα μηρού, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κοτῠληδών: όνος ἡ
1) Arph., Arst. = κοτύλη 3;
2) Hom., Arst. = κοτύλη 5;
3) pl. анат. сосочки при устье матки у жвачных Arst.