κροκώδης

From LSJ
Revision as of 23:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροκώδης Medium diacritics: κροκώδης Low diacritics: κροκώδης Capitals: ΚΡΟΚΩΔΗΣ
Transliteration A: krokṓdēs Transliteration B: krokōdēs Transliteration C: krokodis Beta Code: krokw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A saffron-coloured, Dsc.1.27, Aret.SD1.15; containing saffron, Id.CA2.2; κολλύριον Gal.12.715, cf. CIL13.10021.66.    II like the κρόκη or thread of the woof, Pl.Plt.309b.

Greek (Liddell-Scott)

κροκώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κρόκον, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κρόκου, Διοσκ. 1. 26. ΙΙ. ὅμοιος πρὸς τὴν κρόκην, δηλ. τὸ «ὑφάδι», Πλάτ. Πολιτικ. 309B.

Greek Monolingual

(I)
κροκώδης, -ῶδες (AM) κρόκος
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου
αρχ.
1. αυτός που περιέχει κρόκο
2. είδος κολλυρίου.———————— (II)
κροκώδης, -ῶδες (Α)
αυτός που μοιάζει με κρόκη, με υφάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη (Ι) «κλωστή»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροκώδης -ες [κρόκη] als de inslag bij het weven.

Russian (Dvoretsky)

κροκώδης: похожий на уток (διάνημα Plat.).