λεπαῖος

From LSJ
Revision as of 23:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπαῖος Medium diacritics: λεπαῖος Low diacritics: λεπαίος Capitals: ΛΕΠΑΙΟΣ
Transliteration A: lepaîos Transliteration B: lepaios Transliteration C: lepaios Beta Code: lepai=os

English (LSJ)

α, ον, (λέπας)

   A of a scaur or cliff, ὀφρύη E.Heracl.394; rocky, rugged, χθών, νάπαι, Id.Hipp.1248, IT324.

German (Pape)

[Seite 29] felsig, bergig; χθών Eur. Hipp. 1248; νάπας λεπαίας I. T 324; ὀφρύη Heracl. 395.

Greek (Liddell-Scott)

λεπαῖος: -α, -ον, (λέπας) ἐπὶ ἀποκρήμνου τόπου, ὀφρύη Εὐρ. Ἡρακλ. 394· πετρώδης, ἀπόκρημνος, χθών, νάπη ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1248, Ι. Τ. 324.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
montagneux, rocheux.
Étymologie: λέπας.

Greek Monolingual

λεπαῑος, -αία, -ον (Α) λέπας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε απόκρημνο τόπο («λεπαίαν δ' ὀφρύην καθήμενος σκοπεῑ», Ευρ.)
2. βραχώδης, πετρώδης.

Greek Monotonic

λεπαῖος: -α, -ον (λέπας), πετρώδης, απόκρημνος λέγεται για τόπο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λεπαῖος: 1) скалистый, холмистый (νάπη, χθών Eur.);
2) обрывистый (ὀφρύη Eur.).