λώτινος

From LSJ
Revision as of 23:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λώτῐνος Medium diacritics: λώτινος Low diacritics: λώτινος Capitals: ΛΩΤΙΝΟΣ
Transliteration A: lṓtinos Transliteration B: lōtinos Transliteration C: lotinos Beta Code: lw/tinos

English (LSJ)

η, ον, (λωτός III. I)

   A lotus, ξύλον Thphr.HP4.2.9, 5.5.6; χόρτος PSI4.432.3 (iii B.C.); καρπός Dsc.2.76.    II made of lotus-wood, ὑποθυμίδες Anacr.39; κολεόν, μέγα λ. ἔργον Theoc.24.45; λ. αὐλοί (cf. λωτός III. 1 a, b) Ath.4.182d: hence λ. ἀηδόνες, of flutes, E.Fr.931.    2 covered with lotus, ὄχθοι Ἀχέροντος Sapph. p.44 Lobel.    3 made of the flowers of Nymphaea Nelumbo (cf. λωτός II), στέφανος Ath.15.677d.

German (Pape)

[Seite 76] von Lotos gemacht, von Lotus; ξύλον, Theophr.; αὐλοί, Ath. IV, 175 f. die nach Hesych. von Eur. auch λώτιναι ἀηδόνες genannt wurden; ἔργον, Theocr. 24, 45.

Greek (Liddell-Scott)

λώτῐνος: -η, -ον, (λωτὸς) ἐκ τοῦ δένδρου λωτοῦ, ξύλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 9., 5. 5, 6. ΙΙ. πεποιημένος ἐκ λωτοῦ, ἀναθυμίδες Ἀνακρ. 39˙ κολεός, μέγα λ. ἔργον Θεόκρ. 24. 45˙ λ. αὐλαὶ (πρβλ. λωτός IV), Ἀθήν. 182D. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «λωτίνας ἀηδόνας˙ τοὺς αὐλούς».

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait en bois de lotus.
Étymologie: λωτός.

English (Slater)

λώτῐνος
   1 made of lotus wood αὐλίσκων ὑπὸ λωτίνων Παρθ. 2. 14.

Greek Monolingual

λώτινος, -ίνη, -ον (Α) λωτός
1. αυτός που προέρχεται από το δένδρο λωτόςλώτινον ξύλον», Θεόφρ.)
2. κατασκευασμένος από ξύλο λωτού («οἱ δὲ καλούμενοι λώτινοι αὐλοὶ οὗτοί εἰσιν οἱ ὑπὸ Ἀλεξανδρέων, καλούμενοι φώτιγγες», Αθήν.)
3. ο κατάφυτος από λωτούς («λώτινοι ὄχθοι Ἀχέροντος», Σαπφ.)
4. ο κατασκευασμένος με γαλάζια άνθη της νυμφαίας λωτού («στέφανος λώτινος», Αθήν.)
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ λώτινον
ονομασία διαφόρων δένδρων και θάμνων της Λιβύης, αλλ. λωτός
6. φρ. «λώτιναι ἀηδόνες»
μτφ. οι αυλοί.

Greek Monotonic

λώτῐνος: -η, -ον (λωτός), φτιαγμένος από ξύλο λωτού, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

λώτῐνος: сделанный из древесины лотоса (κολεός Theocr. - v. l. μεγαλώνιμος).