μαψυλάκας

From LSJ
Revision as of 23:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαψῠλάκᾱς Medium diacritics: μαψυλάκας Low diacritics: μαψυλάκας Capitals: ΜΑΨΥΛΑΚΑΣ
Transliteration A: mapsylákas Transliteration B: mapsylakas Transliteration C: mapsylakas Beta Code: mayula/kas

English (LSJ)

[ᾰκ], α, ὁ, (ὑλάω, ὑλακτῶ)

   A idly barking, i.e. repeating a thing again and again, Pi.N.7.105: μαψυλάκαν γλῶσσαν (fem.) prob. for μαψυλάκταν in Sapph.27.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui bavarde à tort et à travers.
Étymologie: μάψ, ὑλάσσω.

English (Slater)

μαψυλάκας
   1 chatterer ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος” (μαψυλάκαις coni. J. G. Schneider: cf. Fränkel, Nom. Ag., 2. 95.) (N. 7.105)

Greek Monolingual

μαψυλάκας, ὁ, θηλ. μαψυλάκα (Α)
1. (για σκύλους) αυτός που γαβγίζει μάταια
2. (για ανθρώπους) αυτός που επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + ὑλακή (< ὑλῶ «γαβγίζω»), σύνθετο του τύπου τερψίμβροτος.

Greek Monotonic

μαψῠλάκᾱς: -ου, ὁ (ὑλάω, ὑλακή), γαυγίζω άσκοπα (μεταφ.), δηλ. επαναλαμβάνω ένα πράγμα ξανά και ξανά, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μαψῠλάκας: ου adj. (эол. acc. f μαψυλάκαν или μαψυλάκταν) лающий на ветер, впустую брешущий Pind.