μετάκειμαι
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
fut. -κείσομαι, used as Pass. of μετατίθημι,
A to be transposed, Pl.Cra.394b, Arist.PA660b31; to be changed, μετάκειται τὸ ἔθος D.H.2.14, cf. Str.3.4.20. 2 ἡ μεταφορὰ μετάκειται ἀπρεπῶς the metaphor is in bad taste, Demetr.Eloc.188.
German (Pape)
[Seite 147] (s. κεῖμαι), anderswo liegen, als perf. zu μετατίθημι, versetzt sein an eine andere Stelle, εἴ τι πρόσκειται γράμμα ἢ μετάκειται, Plat. Crat. 394 b; Arist. part. an. 2, 17, öfter; bei den Rhett. u. Sp. = sich geändert haben.
Greek (Liddell-Scott)
μετάκειμαι: μέλλ. -κείσομαι, ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ μετατίθημι, μετατίθεμαι, Πλάτ. Κρατ. 394Α, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 11, Διον. Ἁλ. 2. 14. 2) ἐν τῇ ῥητορικῇ ἐπὶ μεταφορῶν, μετατίθεμαι ἔκ τινος πράγματος εἰς ἄλλο, εἰσάγομαι, «ἐγέλα που ῥόδον ἡδύχρουν, ἥ τε γὰρ μεταφορὰ ἡ ἐγέλα, πάνυ μετάκειται ἀπρεπῶς» Δημήτρ. Φαληρ. 188 (ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9, σ. 84).
Greek Monolingual
μετάκειμαι (Α) κείμαι
1. είμαι τοποθετημένος αλλού, κείμαι σε άλλο μέρος («εἴ τι πρόσκειται γράμμα ἢ μετάκειται ἢ αφῄρηται», Πλάτ.)
2. είμαι αλλαγμένος, έχω υποστεί μεταβολή («ἐφ' ἡμῶν μετάκειται τὸ ἔθος», Διον. Αλ.)
3. (στον λόγο) μετατίθεμαι από μια έννοια σε άλλη, κάνω μεταφορά («ἐγέλα που ῥόδον ἡδύχρουν, ἤ, τε γὰρ μεταφορὰ ἡ ἐγέλα, πάνυ μετάκειται ἀπρεπῶς», Δημήτρ.).
Russian (Dvoretsky)
μετάκειμαι: лежать (находиться) в другом месте, т. е. быть переставленным Arst.: εἴ τι πρόσκειται γράμμα ἢ μετάκειται Plat. добавлена ли какая-л. буква, или переставлена.