μιλτεῖον

From LSJ
Revision as of 00:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιλτεῖον Medium diacritics: μιλτεῖον Low diacritics: μιλτείον Capitals: ΜΙΛΤΕΙΟΝ
Transliteration A: milteîon Transliteration B: milteion Transliteration C: milteion Beta Code: miltei=on

English (LSJ)

τό,

   A vessel for storing μίλτος, AP6.205 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 186] τό, Gefäß mit aufgelös'tem Mennig, Röthel, Leon. Tar. 4 (VI, 205).

Greek (Liddell-Scott)

μιλτεῖον: τό, ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἐτίθετο μίλτος, Ἀνθ. Π. 6. 205.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
vase pour le minium ou le vermillon.
Étymologie: μίλτος.

Greek Monolingual

μιλτεῑον, τὸ (Α) μίλτος
αγγείο κατάλληλο για φύλαξη μίλτου.

Greek Monotonic

μιλτεῖον: τό, δοχείο για διατήρηση της ορυκτής βαφικής ουσίας που ονομάζεται μίλτος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μιλτεῖον: τό сосуд для красной краски (сурика, охры или киновари) Anth.