μωκάομαι
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
(μῶκος
A mimic, and so, ridicule, Ael.NA1.29, Alciphr. 1.33, 3.27: abs., μωκώμενος in jest, opp. πεποιθώς, Epicur.Ep.3p.62U., cf. Phld.Vit.p.38 J.; μωκωμένη διάλεκτος Agatharch.21; προσφορὰ μεμωκημένη (v.l. μεμωμ-) offering made in mockery, LXX Si.31 (34).18:—Pass., ib.Je.28(51).18.—Act. only in Cyr. (Said to be formed from the sound made by a camel, κάμηλος μωκᾶται Anon. de voc.animal. in Stud.Ital.1.93; = mugio, Gloss.)
Greek (Liddell-Scott)
μωκάομαι: ἀποθ., (μῶκος) μορφάζω, κάμνω παντοίους μορφασμοὺς καὶ δι’ αὐτῶν γοητεύω, ἀπατῶ τινα, καὶ οὕτω περιπαίζω, καταγελῶ, Αἰλ. π. Ζ. 1. 29, Ἀλκίφρων 1. 33., 3. 27, Διογ. Λ. 10. 127. ― Τὸ ἐνεργ. μωκάω παρὰ τοῖς γραμμ: ὅθεν ἐν τῷ παθ., προσφορὰ μεμωκημένη, μετὰ διαφ. γραφ. μεμωμ., Ἑβδ. (Σειράχ. ΛΑ΄ 18). Ἐσχηματίσθη δὲ ἡ λέξις ἐκ τοῦ ἤχου ὃν παράγει ἡ κάμηλος, κάμηλος μωκᾶται Valck. εἰς Ἀμμών. σ. 231· ἴδε μυκάομαι ἐν τέλ.
Russian (Dvoretsky)
μωκάομαι: насмехаться Diog. L.