νυός

From LSJ
Revision as of 00:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νῠός Medium diacritics: νυός Low diacritics: νυός Capitals: ΝΥΟΣ
Transliteration A: nyós Transliteration B: nyos Transliteration C: nyos Beta Code: nuo/s

English (LSJ)

ἡ,

   A daughter-in-law, Il.22.65, Od.3.451, h.Ven.136 ; daughter-by-marriage of the race of which the husband is a son, Il.3.49.    II bride, wife, Theoc.18.15 ; cj. in AP12.53.5 (Mel.) :—ἐνυός is f.l. in Poll.3.32. (I.-E. σνῠσός, cf. Skt.snusā, OHG. snur, Lat. nurus, etc.)

Greek (Liddell-Scott)

νυός: [ῠ], -οῦ, ἡ, νύμφη, γυνὴ τοῦ υἱοῦ, Ἰλ. Χ. 65, Ὀδ. Γ. 451· ἐν εὐρυτέρᾳ σημασίᾳ, πᾶσα γυνὴ ἐσχετισμένη διὰ γάμου, Ἰλ. Γ. 49, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 136· πρβλ. γαμβρός. ΙΙ. καθόλου, νύμφη, σύζυγος, γυνὴ ἔγγαμος, Θεόκρ. 18. 15· καλὴ νυὲ Ἀνθ. Π. 12. 53· πρβλ. Valck. Adon. σ. 371C, καὶ ἴδε ἐν λέξ. γαμβρός. - Ὁ τύπος ἐνυὸς (οὐχὶ ἐννυὸς) στηρίζεται εἰς διάφ. τινα γραφὴν παρὰ Πολυδ. Γ΄, 32, ἔνθα ὁ Bekk. νυός. (Ἔχει ἀποβληθῇ ἀρκτικὸν σ ἐν τῇ λέξει νυὸς καὶ τῇ Λατ. nurus· πρβλ. Σανσκρ. snushâ· Ἀρχ. Γερμ. snur· Ἀγγλο-Σαξον. snor· Σλαυ. snucha).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ἡ) :
1 bru, belle-fille ; p. ext. toute parente par alliance;
2 jeune épouse, jeune femme.
Étymologie: p. *σνυσός, cf. lat. nurus.

Greek Monolingual

νυός, -οῡ, ἡ (Α)
1. η σύζυγος του γιου, η νύφη
2. αδελφή της συζύγου, γυναικαδέλφη, κουνιάδα
3. έγγαμη γυναίκα, σύζυγος
4. νέα γυναίκα, κόρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε ΙΕ τ. snusos «νύφη» (πρβλ. αρμ. nu, nu-oy). To λατ. nurus «νύφη, κουνιάδα» ανάγεται στον ίδιο ΙΕ τ. και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς το socrus «πεθερός». Στον ίδιο τ. επίσης ανάγονται και τ. σε -, δηλωτικοί του γυναικείου φύλου, πρβλ. αρχ. ινδ. snusā, αρχ. άνω γερμ. snur, αρχ. αγγλ. snoru, αρχ. σλαβ. snŭcha. Πιθανή είναι η σύνδεση τών τ. με την ετυμολ. οικογένεια τών λ. νεῦρον / νευρά. Κατ' άλλη άποψη, οι τ. μπορούν να αναχθούν σε ρίζα snuzu- και έχουν προέλθει με συγκοπή < sūnusus < sūnu- «γιος, γυναίκα του γιου». Η άποψη, τέλος, που συνδέει τη λ. νυός με τη λ. νἱός και την οικογένεια του ρ. νέω (II) «κλώθω» δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

νυός: [ῠ], -οῦ, ἡ,
I. νύφη (σε σχέση με τα πεθερικά και τους κουνιάδους), σε Όμηρ.· με ευρύτερη σημασία, κάθε θηλυκό πρόσωπο που συνδέεται με γάμο με δεσμούς αγχιστείας, σε Ομήρ. Ιλ.
II. νύφη, σύζυγος, έγγαμη γυναίκα, σε Θεόκρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νυός:1) невестка или сноха Hom. etc.;
2) находящаяся в свойстве, свойственница Hom.;
3) невеста или возлюбленная Theocr., Anth.