ξενολόγος

From LSJ
Revision as of 00:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενολόγος Medium diacritics: ξενολόγος Low diacritics: ξενολόγος Capitals: ΞΕΝΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: xenológos Transliteration B: xenologos Transliteration C: ksenologos Beta Code: cenolo/gos

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A enlisting mercenaries, Plb.1.32.1,5.63.9, D.S.14.62, Plu.Dio23 ; title of a comedy by Menander.

German (Pape)

[Seite 277] Fremde, Miethssoldaten auwerbend; Pol. 1, 32, 1; Plut. Dio 23.

Greek (Liddell-Scott)

ξενολόγος: -ον, ὁ στρατολογῶν μισθοφόρους, Πολύβ. 1. 32, 1., 5. 63, 9, Πλούτ. 23· ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Μενάνδρου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recrute des troupes étrangères ou mercenaires.
Étymologie: ξένος, λέγω².

Greek Monolingual

ξενολόγος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος στρατολογεί ξένους μισθοφόρους στρατιώτες («ἔπεμψε δὲ καὶ ξενολόγους εἰς Πελοπόννησον μετὰ πολλῶν χρημάτων», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -λόγος].

Greek Monotonic

ξενολόγος: -ον (λέγω), αυτός που στρατολογεί μισθοφόρους, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

ξενολόγος: производящий набор иноземных наемников Polyb., Plut.